"Είναι περίεργο να υπάρχει αυτό το μέρος εδώ και κανείς να μην το χρησιμοποιεί", σκέφτηκε. "Δεν έχουμε δα και τόσο χώρο στο σπίτι για να τον αφήνουμε ανεκμετάλευτο! Θα τους το πω. Ποιος ξέρει μπορεί να το ξέρουν ήδη, μπορεί να υπάρχει κάποιο πρόβλημα εκεί... Λες να μην το ξέρουν; Αποκλείεται βέβαια, αλλά θα το πω, ή μάλλον θα ρωτήσω".
Μπήκε γρήγορα μέσα και προχώρησε προς το σαλόνι που όλοι έβλεπαν τηλεόραση. Δεν μπορούσε να κρατηθεί να μπει μέσα πρώτα, και άρχισε να μιλάει από τον διάδρομο. " Γιατί δεν φτιάχνουμε κάτι έξω στην αυλίτσα; Με λίγη περιποίηση θα είναι άψογα!"
"Σουτ, σουτ, σουτ", ακούστηκαν όλοι μαζί από μέσα, εν χορώ "Βλέπουμε..."
"Τι βλέπουμε;" ρώτησε καθώς προχώρησε προς την θέση της. Η ελπίδα φούντωσε μέσα της ότι η πρόταση της θα είχε αποδοχή.
"Δεν βλέπεις τι βλέπουμε; Τηλεόραση!!! Πω πω συνέχεια χαζές ερωτήσεις αυτό το παιδί!!!" Όλα τα βλέμματα πέσαν επάνω της επιτιμητικά.
"Έλεγα για την αυλίτσα έξω, να την φτιάξουμε, να καθόμαστε." συνέχισε σχεδόν απτόητη.
"Τώρα που το πήρες είδηση εσύ... Πολύ αργά...Ακατάλληλη!!!" Απάντησε κάποιος από όλους.
Κάτι έσπασε μέσα της. Ήταν σίγουρη όμως ότι ο χώρος εκείνος ήταν η λύση στο πρόβλημα τους. Στα μάτια της ήδη φάνταζε ένας παράδεισος, και έπρεπε να γίνει αυτό ακριβώς! Μια μικρή όαση που θα καθόντουσαν όλοι να χαλαρώνουν, να συζητούν, να μοιράζονται εμπειρίες, να εμπνευστούν λύσεις για προβλήματα.
Αν όμως ήταν "ακατάλληλη";
Αυτή η αμφιβολία την στοίχειωνε.
Το περίεργο ήταν ότι από εκείνη την στιγμή που είδε τον χώρο και εξέφρασε την "ιδέα" να τον φτιάξει, ήρθαν και τα μέσα.
Γλαστρούλες με φυτά, σαλονάκι κήπου, κτίστηκε παρτέρι για να φυτευθούν λουλούδια... Ομπρέλες, για τον ήλιο και γιατί όχι, και για την βροχή, σομπούλα εξωτερικού χώρου. Τα πάντα για να είναι βιώσιμος ο χώρος, και χειμώνα και καλοκαίρι. Ακόμα και στερεοφωνικά βρήκε. Ακόμα και σερβίτσια για καφέ, καφετιέρες, ποτά και άκουσον άκουσον ένα μικρό ψυγειάκι για τα παγάκια, τα αναψυκτικά, τον δυόσμο, το λάιμ, και το εργαλείο που θρυμματίζει τον πάγο για το μοχίτο!
Γρήγορα και εύκολα.
"Τώρα θα καθόμαστε εδώ!" δήλωσε με ενθουσιασμό!
"Που εδώ; Καλά είμαστε εδώ" είπαν όλοι μαζί εν χορώ.
"Τότε γιατί δεν το δείχνετε, ότι είστε καλά;" αντιμίλησε.
"Με τόση ζέστη εδώ μέσα θέλεις και να γελάμε;" απάντησαν. "Μα τι είσαι εσύ πλέον, τίποτα δεν καταλαβαίνεις;"
Άκουσε δύο κρακ μέσα της, αλλά βγήκε στην αυλή της και έφτιαξε μοχίτο. Ευτυχώς τίποτα δεν είχε σπάσει. Ούτε καν ραΐσει. Ευχαρίστησε τον Θεό γι αυτό, έβαλε την "εμμονή" της να παίζει στο cd και χαλάρωσε στο καναπεδάκι. Ως πότε θα χαίρεται όλα τα καλά μόνη της; Δεν είναι αδικία αυτό; "Θα ξαναπροσπαθήσω" σκέφτηκε. "Δεν είναι σωστό να μην χαίρονται τα κέρδη από τις επενδύσεις τους."
Δεν ξέρει κανείς πόσος καιρός πέρασε, με τις ίδιες κουβέντες, του στυλ "ελάτε", "που να έρθουμε;", που τελικά είχε πιστέψει και η ίδια πως δεν υπήρχε η αυλίτσα- παράδεισος. Σπανίως έβγαινε πια, και όταν έβγαινε την έπιαναν ενοχές.
"Άλλοι δεν έχουν", έλεγε.
"Έχουν, δικιά τους είναι αυτή, απλά δεν θέλουν να το παραδεχτούν", απαντούσε στον εαυτό της.
"Γιατί να μην θέλουν να το παραδεχτούν;", ξαναρωτούσε. Άρχισε να ψάχνει στα βιβλία την απάντηση. Γέμισε η αυλή χαρτούρα. Τους το ψιθυρίζει ο διάβολος στο αυτί και τον πιστεύουν, ότι δεν έχουν. Αυτή ήταν η απάντηση που πήρε, μετά από πολύ μελέτη.
Προς στιγμήν ζήλεψε τον διάβολο. "Εμένα κανείς δεν με πιστεύει" κλαψούρισε.
Και αίφνης η αυλίτσα γέμισε κόσμο.
"Νάμαστε" είπαν.
Κάποιος τράβηξε το καναπεδάκι και το έβαλε πάνω από τις μικρές γλάστρες. Τα λουλουδάκια λύγισαν και ξεπρόβαλαν κάτω από τον καναπέ.
"Θα σπάσουν" είπε εκείνη, λίγο ανήσυχη.
"Δεν παθαίνουν τίποτα", της απάντησαν οι μουσαφίρηδες που είχαν στρογγυλοκάτσει στον καναπέ.
Άλλος άνοιξε το ψυγείο. Έκοψε το λάιμ κομμάτια.
"Δεν έχει φρούτα" γκρίνιαξε.
"Αυτά είναι για το μοχίτο", του είπε εκείνη.
"Ναι αλλά δεν έχει φρούτα", μουρμούρισε με απαίτηση, πήρε την μαύρη ζάχαρη την έβαλε από πάνω από τα λάιμ και τα έφαγε όλα.
"Φτιάξε κανένα μοχίτο. Τι μας έφερες εδώ!", ακούστηκε μια αγριοφωνάρα, σαν κραυγή δαίμονα.
"Έφαγε τα λάιμ ο φίλος σου", τόλμησε να απαντήσει εκείνη.
"Δεν ντρέπεσαι να λες έτσι για τον φίλο μου; Τελικά αλήθεια είναι ότι είσαι ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο!" έκραξε η αγριοφωνάρα.
"Γι αυτό παθαίνεις αυτά που παθαίνεις", είπαν σε χορό αυτοί που καθόντουσαν στον καναπέ. Τα λουλουδάκια που ξεπρόβαλαν από κάτω έγιναν όλα κόκκινα από την ντροπή τους και μετά μαράθηκαν.
Ο φόβος την κύκλωσε. "Πρέπει να διορθωθώ" σκέφτηκε. "Δεν θέλω να παθαίνω συμφορές".
"Είσαι καλό κορίτσι, γι αυτό σε αγαπάμε", είπαν όλοι μαζί, εν χορώ, σαν να κατάλαβαν την σκέψη της. Και ηρέμησαν.
"Ρε συ μην ξαναφάς τα λάιμ της κοπέλας", είπε ο ένας στον άλλον γελώντας.
Ο καναπές μπήκε στην θέση του, και κάποιος πότισε τα λουλούδια.
Αναθάρρησε και άρχισε να σκέφτεται τι είχε κάνει λάθος.
Η αλήθεια είναι ότι βρήκε αρκετά ψεγάδια και τα διόρθωσε. Είχαν δίκιο. Μπορεί να ήταν ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο, γι αυτό να πάθαινε αυτά που πάθαινε, και γι αυτό να ήταν μόνη της στην αυλίτσα. Αλλά θα διορθωνόταν, και δεν θα πάθαινε αυτά που πάθαινε, ούτε θα ήταν μόνη στην αυλίτσα.
Η προσευχή μπήκε στην ζωή της. Κάθε μέρα με την βοήθεια του άσπρου περιστεριού που την επισκεπτόταν όταν η αυλίτσα ήταν ήσυχη, και ένα ψεγάδι διορθωνόταν.
Ωστόσο και οι άλλοι δεν την ξεχνούσαν...
Έρχονταν, βρόμιζαν, κατέκριναν την διακόσμηση, κατέστρεφαν και κάτι κάθε μέρα, και μετά της θύμιζαν πως ήταν ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο, και ότι έπρεπε να διορθωθεί, για να μην παθαίνει αυτά που παθαίνει, και να μην είναι μόνη στην αυλή.
"Αυτά που παθαίνω, εσείς μου τα προκαλείτε", αντιμιλούσε. "Αλλά μπορούμε να βρούμε μια άκρη, και να είμαστε όλοι happy", πρότεινε με ελπίδα.
"Δεν σφάξανε", απαντούσαν εκείνοι με αηδία. "Είσαι ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο, γι αυτό παθαίνεις αυτά που παθαίνεις, και γι αυτό θα είσαι πάντα μόνη στην αυλή", επαναλάμβαναν ρυθμικά.
Μια των ημερών λοιπόν, ο μουσαφίρης μπήκε μέσα, και κατ' ευθείαν στο δεντράκι που μεγάλωνε. Έβγαλε το πουλί του και άρχισε να κατουράει.
"Μη, θα μαραθεί!" φώναξε εκείνη.
"Δεν φτάνει που δεν έχεις τουαλέτα και μιλάς κιόλας!" μούγκρισε ο μουσαφίρης.
"Ναι, δεν έχω, να κατουράς σπίτι σου, πριν έρθεις!", τόλμησε να απαντήσει.
"Νόμιζα ότι είσαι φίλη, αλλά είσαι το χειρότερο πλάσμα στον κόσμο! Γι αυτό παθαίνεις αυτά που παθαίνεις, και γι αυτό θα είσαι πάντα μόνη στην αυλή", η φωνή του ακούστηκε σαν βροντή. Τα λουλούδια σήκωσαν τα φυλαράκια τους και έκλεισαν τα αυτιά τους, να μην ακούν τις φωνές. Το κατουρημένο δεντράκι έβγαλε την ρίζα του έξω και την τίναξε.
"Ναι, είμαι το χειρότερο πλάσμα στον κόσμο γι αυτό δεν σου κάνω. Και να μην ξανάρθεις. Ωστόσο ο Χριστός με αγαπάει έτσι όπως είμαι. Και αυτή τη στιγμή είναι δίπλα μου!" απάντησε ήρεμα και σταθερά.
Ώσπου να τελειώσει την φράση της η αυλή καθάρισε. Όλα στην θέση τους, η μυρωδιά από τα κατουρα αντικαταστάθηκε με την μυρωδιά λουλουδιών. Και λίγο από Angel, του Thierry Mugler, το άρωμα της.
Άπλωσε το χέρι της και πήρε το μοχίτο που κάποιος της το σέρβιρε, σχεδόν στον αέρα. Τέλειο!!!
Η μουσική στο Google play ▶ έπαιζε το Anthem του Leonard Cohen.
"Ring the bells that still can ring
Forget your perfect offering
There is a crack in everything
That's how the light gets in. "
"Στα τσακίδια", μουρμούρισε. "Άλλωστε ποτέ δεν ήμουν μόνη μου στην αυλή"