Έχετε ποτέ νοιώσει ότι δεν έχετε τίποτα να φορέσετε; Ότι τα ρούχα σας έχουν τελειώσει, ότι τίποτα δεν είναι καλό, ότι τίποτα δεν σας αρέσει; Κοιτάτε μέσα στην ντουλάπα επισταμένως, η ντουλάπα μυστηριωδώς είναι γεμάτη, αλλά τίποτα δεν είναι κατάλληλο. Σαν να μην είσαστε εσείς που τα διαλέξατε και τα αγοράσατε αυτά τα ρούχα.
Και ακόμα χειρότερα, νοιώθετε ότι ΠΟΤΕ δεν είσαστε καλοντυμένοι, ότι τα ρούχα που φοράτε απλά δεν σας πηγαίνουν, και ας τα αγοράσατε εσείς με χαρά, και ότι πάντα κάτι λείπει από το ντύσιμο σας;
Εγώ αυτό αντιμετώπιζα επί σειρά ετών. Δεν ξέρω πότε ξεκίνησε αυτό το πρόβλημα, αλλά μικρή δεν το είχα. Ούτε μεγαλύτερη το είχα, όταν ήμουν στο κολέγιο. Τότε δεν με ένοιαζε. Εννοώ δεν με ένοιαζε τι φορούσα, με τι σειρά τα φορούσα, αν μου πήγαιναν, ούτε καν αν ήμουν χτενισμένη. Απλά ήθελα να είμαι μακιγιαρισμένη. Το οποίο και έκανα κάθε πρωί. Άπαξ και ήμουν βαμμένη ολόκληρη, όλα μια χαρά!
(Εν τω μεταξύ τώρα που το γράφω το κείμενο, μόλις τώρα μου ήρθε μια αναλαμπή από πότε μπορεί να ξεκίνησε το πρόβλημα του δεν-είμαι-καλοντυμένη, αλλά δεν είναι της παρούσης να το πω)
Ξαφνικά άρχισα να ενδιαφέρομαι πολύ για το shopping. Και μάλιστα το shopping στην Αγγλία. Κάθε καλοκαίρι που έκανα την επίσκεψη στην γιατρό μου, επενδύαμε ένα δεκαπενθήμερο με την μαμά μου στο shopping. Κάθε πρωί στα μαγαζιά, και ξανά μανά στα μαγαζιά. Αν το διαβάσουν οι φίλοι μας που μας φιλοξενούσαν τότε, θα γελάνε. Νομίζω και τότε γέλαγαν, διότι κάθε πρωί πηγαίναμε στα ίδια και τα ίδια μαγαζιά. Και δεν ήταν και Λονδίνο. Μια μικρή αγορά ήταν, αλλά μπροστά στην αγορά του Πειραιά, θεϊκή. Αγόραζα λοιπόν εγώ τα ρουχαλάκια μου, σχεδόν για όλο το χρόνο, και μετά δεν το ξανασκεφτόμουν. Του χρόνου πάλι.
Όταν όμως κόπηκαν οι πολλές βόλτες στην Αγγλία, άρχισα να ασφυκτιώ ενδυματολογικά. Χρόνο δεν είχα, λεφτά δεν είχα, ρούχα δεν έβρισκα. Όλα στραβά και ανάποδα. Φυσικά η μητέρα μου πάντα δίπλα μου και σε αυτό το ... πρόβλημα, να μου συμπαραστέκεται. Χαρακτηριστικά θα σας πω ότι όταν ζούσα Λευκωσία, ήταν και εκεί μια πονεμένη ιστορία το shopping, όποτε ερχόμουν Πειραιά πηγαίναμε με την μητέρα μου στα καλύτερα μαγαζιά του Πειραιά και μου ψώνιζε τα πιο ακριβά. (Μεγάλη ήμουν, παντρεμένη με παιδί και οικονομικά ανεξάρτητη, αλλά η μαμά όλα τα καλύτερα για μένα. Ακόμα έχω κάποια από αυτά τα υπέροχα κομμάτια πάνω στην ντουλάπα). Τώρα η αγορά του Πειραιά μου φαινόταν πελώρια μπροστά στης Λευκωσίας. Με ποικιλία και καλές τιμές.
Όμως ενώ στο μαγαζί μου άρεσαν τα ρούχα, τα διάλεγα, τα πρόβαρα, αν ήθελαν κανένα φτιάξιμο τα αφήναμε να μας τα φτιάξουν, όλα καλά και ωραία, μετά στο σπίτι όταν κοιταζόμουν στον καθρέφτη, μια απογοήτευση. Δεν έβλεπα αυτό που ήθελα να δω. Δεν ήμουν εγώ. Δεν μου πήγαιναν, δεν ήμουν καλοντυμένη. Και να πάλι το πρόβλημα μέσα μου, αλλά και έξω μου. Δεν έχω ρούχα...
Τώρα φτάνουμε στα δύσκολα. Εντάξει πολύ πιθανό να μην μου πήγαιναν αυτά που αγόραζα. Δεν είναι και το τέλος του κόσμου, την άλλη φορά θα διάλεγα κάτι καλύτερο. Όμως για εμένα ήταν κάτι σαν το τέλος, αν όχι του κόσμου, το τέλος της θηλυκότητας μου, της γυναικείας μου υπόστασης. Πίστευα ότι δεν άξιζε να ασχοληθώ διότι ήμουν κοντή και με όχι τόσο σωστές αναλογίες, και αυτά είναι για τις ψηλές και αδύνατες. Ότι τελικά κανένα ρούχο δεν θα μου πήγαινε, ότι και αν έκανα, ότι δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να διορθώσω το πρόβλημα, διότι το πρόβλημα ήταν ανεπανόρθωτο. Φοβόμουν ότι έφταιγε το ... ανεπανόρθωτο, και όχι κάτι που διορθώνεται, όπως το γούστο μου ας πούμε, ή το να μάθω επιτέλους το σώμα μου. Το δικό μου σώμα, όχι της Μπάρμπι. Και όσο φοβόμουν ότι είμαι χάλια, τόσο μεγαλοποιούσα το θέμα των ρούχων και του shopping. Και τόσο τα έβαζα με το περιβάλλον μου ότι δεν με αφήνουν να ... ψωνίσω. Και τόσο ψώνιζα ακατάλληλα ρούχα.
Αυτό το πρόβλημα μπορώ να πω ότι εν μέρει το έχω ακόμα. Αν και τώρα που ήρθα Αγγλία ηρέμησα κάπως. Διότι υπάρχουν εμπορικά κέντρα πολλά, έχει online shopping, έχει καλές τιμές, έχει κακές τιμές, ότι θέλεις. Έχει ρούχα για κοντές, για ψηλές, για χοντρές, για αδύνατες. Και είναι όλες ... φυσιολογικές. Έχει καλοκαιρινά ρούχα τον χειμώνα και χειμωνιάτικα το καλοκαίρι. Και αγόρασα και έναν καθρέφτη που με δείχνει θαύμα. Με δείχνει σχεδόν Μπάρμπι. Τυχαία τον αγόρασα, αλλά είναι πολύ καλός. Η αλήθεια είναι ότι αν κοιταχτώ καμιά φορά σε άλλον καθρέφτη έξω, μπορεί να μην μου αρέσω, αλλά δεν με νοιάζει, αφού ο δικός μου με δείχνει όπως θέλω να είμαι.
Και το μεγάλο μπαμ έγινε προχτές. Είδα σε μια εκπομπή στην τηλεόραση μια μαυρούλα κοπελιά, 44 χρονών, νάνο, 1.25m περίπου, με τις γνωστές αναλογίες της πάθησης, με στραβά ποδαράκια, και με το γνωστό τουρλωτό κωλαράκι των μαύρων κοριτσιών. Αλλά μια κούκλα. Κούκλα πραγματική! Καλοχτενισμένη, καλομακιγιαρισμένη, και με το πιο απίθανο - φανταστικό - υπέροχο ντύσιμο που έχω δει σε γυναίκα. Δεν θυμάμαι να έχω δει πιο καλοντυμένη γυναίκα στη ζωή μου. Ντύσιμο έξαλλο, μοντέρνο, θηλυκό. Την κοιτούσα και έκανα γουάου. Περιττό βέβαια να σας πω ότι βγήκε ραντεβού με έναν κούκλο γυμναστή γύρω 1.80, εκεί της ρίχνω διότι εδώ και 25 χρόνια βγαίνω με πιο ψηλό, 8 χρόνια μικρότερο της, και πέρασαν υπέροχα. Μάλλον τα βρήκαν για μόνιμη σχέση. Όμως τώρα δεν μιλάμε για άντρες, αλλά για το ντύσιμο αυτής της γυναίκας. Αν λοιπόν μπορεί αυτή να ντυθεί έτσι, τότε μπορώ και εγώ. Που μπροστά της είμαι η Ναόμι Κάμπελ σε λευκό, κοκκινομάλικο με γαλανά μάτια. Άρα δεν είναι το ανεπανόρθωτο. Είναι το γούστο μου, είναι η ασχετοσύνη μου, είναι το ότι αφού με ενδιαφέρει να είμαι περιποιημένη με παραμελώ, και μετά δεν μου αρέσω. Είναι ότι επιτέλους πρέπει να μάθω να ντύνω εμένα όπως ακριβώς είμαι, και όχι ένα φανταστικό εαυτό. Είναι τέλος πάντων πράγματα που διορθώνονται.